Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

εξαντλημένος, αποκαμωμένος, κουρασμένος

         
weary

         

Ερμηνεία:

Αυτός, του οποίου έχει εξαντληθεί η δύναμη, αντοχή, το σθένος ή ακόμα και η φρεσκάδα. Η λέξη εκφράζει επίσης το χαρακτηριστικό της κούρασης ή της εξάντλησης της υπομονής ή της ευχαρίστησης κάποιου.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:
fatigue







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,: